- τερσιά
- ἡ, Αβλ. τρασιά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τερσιά — τερσιά̱ , τερσιά fem nom/voc/acc dual τερσιά̱ , τερσιά fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρασιά — ἡ, ΜΑ, και ταρσιά και τερσιά και ιων. τ. ταρσιή Α μσν. τόπος ή πλέγμα από καλάμια για την ξήρανση τυριών ή πλίνθων αρχ. 1. πλέγμα από καλάμια στο οποίο ξήραιναν τα σύκα 2. τόπος ξήρανσης των σύκων 3. αλώνι 4. (κατά τον Πολύδ.) «τὸ ἄθροισμα τῶν… … Dictionary of Greek
ταρσιά — και τερσιά, ἡ, Α βλ. τρασιά … Dictionary of Greek